- παραδάκι
- το(στον εν. και στον πληθ.) χρήματα, λεφτάφρ. «τό φυσάει το παραδάκι» ή «έχει πολλά παραδάκια» — έχει πολλά χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παράδ-ες τού παράς + υποκορ. κατάλ. -άκι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδάκι — το χρήμα ή χρήματα: Πρέπει να πήρατε αρκετό παραδάκι από την πούληση των καπνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αδάκι — κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ αδάκι, βορι αδάκι, ντολμ αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως άκι από την κατάληξη τού πληθ. αδες, π.χ. παράς παράδες παραδάκι … Dictionary of Greek